- λευκολοφας
- λευκολόφας-ᾱ adj. m Eur. = λευκόλοφος См. λευκολοφος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λευκολόφας — λευκολόφας, α, ὁ (Α) [λευκόλοφος] αυτός που έχει λευκό λοφίο … Dictionary of Greek
λευκολόφας — λευκολόφᾱς , λευκολόφας masc acc pl (doric) λευκολόφᾱς , λευκολόφας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκολόφας — Λευκολόφᾱς , Λευκολόφης masc acc pl (doric) Λευκολόφᾱς , Λευκολόφης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκολόφου — λευκόλοφος white crested masc/fem/neut gen sg λευκολόφας masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)